Anonymous

μήκιστος: Difference between revisions

From LSJ
5
(25)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μήκιστος]], -ίστη, -ον, Α δωρ. τ. [[μάκιστος]], -ίστη, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για μυ) αυτός που εκτείνεται από την ιερά [[χώρα]] [[μέχρι]] τις μαστοειδείς αποφύσεις του κρανίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πολύ [[υψηλός]] στο [[ανάστημα]] («οὓς δὴ μηκίστους θρέψε [[ζείδωρος]] [[ἄρουρα]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πάρα]] πολύ [[μεγάλος]], [[μέγιστος]] («μήκιστον τεράων», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>3.</b> αυτός που διαρκεί [[πάρα]] πολύ, μακρότατος<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μήκιστον</i><br />η μακρότατη [[ηλικία]] του ανθρώπου («ἐπὶ τὸ μήκιστον ἀνθρωπίνου αἰῶνος», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> (το ουδ. εν. ως επίρρ.) α) επί πολύ μακρό χρόνο («περιέγραψαν μὴ [[πλείω]] βιῶναι τὸ μήκιστον ἐτῶν ἑκατὸν ἄνθρωπον [[ὄντα]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br />β) όσο το δυνατό [[μακριά]], σε πολύ [[μεγάλη]] [[απόσταση]] («oἱ τοὺς ἐχθροὺς μήκιστον ἀπελαύνοντες μᾱλλον τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾱσι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> (στον Όμ. το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) επιτέλους, εν τέλει, στο [[τέλος]] («τί νύ μοι μήκιστα γένηται», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υπερθ. τ. του επιθ. [[μακρός]] με θ. <i>μᾱκ</i>- / <i>μηκ</i>-, κατ' [[επίδραση]] του [[μῆκος]] (<b>βλ. λ.</b> [[μακρός]])].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μήκιστος]], -ίστη, -ον, Α δωρ. τ. [[μάκιστος]], -ίστη, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για μυ) αυτός που εκτείνεται από την ιερά [[χώρα]] [[μέχρι]] τις μαστοειδείς αποφύσεις του κρανίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πολύ [[υψηλός]] στο [[ανάστημα]] («οὓς δὴ μηκίστους θρέψε [[ζείδωρος]] [[ἄρουρα]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πάρα]] πολύ [[μεγάλος]], [[μέγιστος]] («μήκιστον τεράων», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>3.</b> αυτός που διαρκεί [[πάρα]] πολύ, μακρότατος<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μήκιστον</i><br />η μακρότατη [[ηλικία]] του ανθρώπου («ἐπὶ τὸ μήκιστον ἀνθρωπίνου αἰῶνος», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> (το ουδ. εν. ως επίρρ.) α) επί πολύ μακρό χρόνο («περιέγραψαν μὴ [[πλείω]] βιῶναι τὸ μήκιστον ἐτῶν ἑκατὸν ἄνθρωπον [[ὄντα]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br />β) όσο το δυνατό [[μακριά]], σε πολύ [[μεγάλη]] [[απόσταση]] («oἱ τοὺς ἐχθροὺς μήκιστον ἀπελαύνοντες μᾱλλον τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾱσι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> (στον Όμ. το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) επιτέλους, εν τέλει, στο [[τέλος]] («τί νύ μοι μήκιστα γένηται», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υπερθ. τ. του επιθ. [[μακρός]] με θ. <i>μᾱκ</i>- / <i>μηκ</i>-, κατ' [[επίδραση]] του [[μῆκος]] (<b>βλ. λ.</b> [[μακρός]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μήκιστος:''' -η, -ον, Δωρ. και Τραγ. [[μάκιστος]] <i>[ᾱ]</i>, ανώμ. υπερθ. του [[μακρός]] (σχηματισμένο από το [[μῆκος]], όπως το [[αἴσχιστος]] από το [[αἶσχος]])·<br /><b class="num">1.</b> [[υψηλότατος]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> κραταιότατος, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[μακρότατος]], από [[άποψη]] χρόνου, σε Ξεν.· το ουδ. <i>μήκιστον</i> ως επίρρ., στον υψηλότερο βαθμό, σε Ομηρ. Ύμν.· επίσης, <i>τί νύ μοι μήκιστα γένηται;</i> τι πρόκειται να μου συμβεί σε [[βάθος]] χρόνου, εν τέλει; σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">4.</b> [[πάρα]] [[πολύ]] [[μακρινός]], [[ὅτι]] δυνᾷ μάκιστον, όσο το δυνατόν πιο [[μακριά]], σε Σοφ.· <i>μήκιστον ἀπελαύνειν</i>, [[οδηγώ]] ([[εξορίζω]]) όσο το δυνατόν πιο [[μακριά]], σε Ξεν.
}}
}}