μονομαχοτρόφος: Difference between revisions

25
(6_18)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονομᾰχοτρόφος''': -ον, ὁ τρέφων καὶ γυμνάζων μονομάχους, Λατ. lanista, Γλωσσ.
|lstext='''μονομᾰχοτρόφος''': -ον, ὁ τρέφων καὶ γυμνάζων μονομάχους, Λατ. lanista, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=-ο (ΑΜ [[μονομαχοτρόφος]], -ον)<br />(στην αρχαία [[Ρώμη]]) αυτός που συντηρούσε και γύμναζε μονομάχους για τα [[δημόσια]] θεάματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μονομάχος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]])].
}}
}}