3,258,246
edits
(6_18) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μονομᾰχοτρόφος''': -ον, ὁ τρέφων καὶ γυμνάζων μονομάχους, Λατ. lanista, Γλωσσ. | |lstext='''μονομᾰχοτρόφος''': -ον, ὁ τρέφων καὶ γυμνάζων μονομάχους, Λατ. lanista, Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ο (ΑΜ [[μονομαχοτρόφος]], -ον)<br />(στην αρχαία [[Ρώμη]]) αυτός που συντηρούσε και γύμναζε μονομάχους για τα [[δημόσια]] θεάματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μονομάχος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]])]. | |||
}} | }} |