μίσθαρνος: Difference between revisions

25
(6_14)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μίσθαρνος''': ὁ, = [[μισθάρνης]], [[Πολυδ]]. Δ΄, 48, Ἡσύχ.
|lstext='''μίσθαρνος''': ὁ, = [[μισθάρνης]], [[Πολυδ]]. Δ΄, 48, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μίσθαρνος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αναλαμβάνει να εκτελέσει [[εργασία]] αποβλέποντας μόνο στη χρηματική [[αμοιβή]] την οποία θα λάβει, [[χωρίς]] να ενδιαφέρεται για ηθικές αξίες, αρχές και ιδέες και [[ιδίως]] αυτήν του πατριωτισμού («μίσθαρνο όργανο της ξένης προπαγάνδας»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εργάζεται λαμβάνοντας [[μισθό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. <i>μισθὸν ἄρνυσθαι</i> («[[εργάζομαι]] με [[μισθό]]»), <b>[[πρβλ]].</b> ρ. <i>μισθαρνῶ</i>].
}}
}}