3,270,732
edits
(6_14) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μίσθαρνος''': ὁ, = [[μισθάρνης]], [[Πολυδ]]. Δ΄, 48, Ἡσύχ. | |lstext='''μίσθαρνος''': ὁ, = [[μισθάρνης]], [[Πολυδ]]. Δ΄, 48, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[μίσθαρνος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αναλαμβάνει να εκτελέσει [[εργασία]] αποβλέποντας μόνο στη χρηματική [[αμοιβή]] την οποία θα λάβει, [[χωρίς]] να ενδιαφέρεται για ηθικές αξίες, αρχές και ιδέες και [[ιδίως]] αυτήν του πατριωτισμού («μίσθαρνο όργανο της ξένης προπαγάνδας»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εργάζεται λαμβάνοντας [[μισθό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. <i>μισθὸν ἄρνυσθαι</i> («[[εργάζομαι]] με [[μισθό]]»), <b>[[πρβλ]].</b> ρ. <i>μισθαρνῶ</i>]. | |||
}} | }} |