μονοπόδιον: Difference between revisions

25
(6_21)
(25)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονοπόδιον''': τό, [[τράπεζα]] ἐπὶ ἑνὸς ποδὸς στηριζόμενη, Λίβιος 39, 6, ἐν τέλει· πρβλ. Πλίν. 34, 3, 8, § 14.
|lstext='''μονοπόδιον''': τό, [[τράπεζα]] ἐπὶ ἑνὸς ποδὸς στηριζόμενη, Λίβιος 39, 6, ἐν τέλει· πρβλ. Πλίν. 34, 3, 8, § 14.
}}
{{grml
|mltxt=[[μονοπόδιον]], τὸ (Α)<br />[[τραπέζι]] που στηρίζεται σε ένα [[πόδι]].
}}
}}