μονοκόνδυλος: Difference between revisions

25
(6_17)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονοκόνδῠλος''': -ον, ὁ ἔχων ἕνα μόνον κόνδυλον ἢ ἁρμόν, [[δάκτυλος]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 5.
|lstext='''μονοκόνδῠλος''': -ον, ὁ ἔχων ἕνα μόνον κόνδυλον ἢ ἁρμόν, [[δάκτυλος]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 5.
}}
{{grml
|mltxt=[[μονοκόνδυλος]], -ον (Α)<br />αυτός που αποτελείται από έναν μόνο κόνδυλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κόνδυλος]] «[[αρμός]], [[κόμπος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ρυπο</i>-[[κόνδυλος]])].
}}
}}