μονοκόνδυλος

From LSJ

Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοκόνδῠλος Medium diacritics: μονοκόνδυλος Low diacritics: μονοκόνδυλος Capitals: ΜΟΝΟΚΟΝΔΥΛΟΣ
Transliteration A: monokóndylos Transliteration B: monokondylos Transliteration C: monokondylos Beta Code: monoko/ndulos

English (LSJ)

μονοκόνδυλον, with but one joint, δάκτυλος (thumb) Arist.HA493b29.

German (Pape)

[Seite 203] mit einem Gelenke, Arist. H. A. 1, 15.

Russian (Dvoretsky)

μονοκόνδῠλος: Arst. = μονόκαμπτος.

Greek (Liddell-Scott)

μονοκόνδῠλος: -ον, ὁ ἔχων ἕνα μόνον κόνδυλον ἢ ἁρμόν, δάκτυλος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 5.

Greek Monolingual

μονοκόνδυλος, -ον (Α)
αυτός που αποτελείται από έναν μόνο κόνδυλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + κόνδυλος «αρμός, κόμπος» (πρβλ. ρυποκόνδυλος)].