νεοτρεφής: Difference between revisions

26
(6_7)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεοτρεφής''': -ές, ὁ νεωστὶ τραφείς, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 91, Χριστοδ. Ἔκφρ. 276.
|lstext='''νεοτρεφής''': -ές, ὁ νεωστὶ τραφείς, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 91, Χριστοδ. Ἔκφρ. 276.
}}
{{grml
|mltxt=[[νεοτρεφής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[μόλις]] πήρε [[τροφή]], δηλ. ο [[νεογέννητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που φύτρωσε πρόσφατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τρεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>τρεφής</i>].
}}
}}