νεοτρεφής

From LSJ

ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοτρεφής Medium diacritics: νεοτρεφής Low diacritics: νεοτρεφής Capitals: ΝΕΟΤΡΕΦΗΣ
Transliteration A: neotrephḗs Transliteration B: neotrephēs Transliteration C: neotrefis Beta Code: neotrefh/s

English (LSJ)

νεοτρεφές, newly reared, κόροι Id.Heracl.92 (lyr.), cf. Nonn. D. 10.178.

German (Pape)

[Seite 245] ές, frisch genährt, eben geboren; κόροι, Eur. Heracl. 93; Christod. ecphr. 278. Vgl. νεότροφος.

Russian (Dvoretsky)

νεοτρεφής: недавно рожденный, малолетний (κόροι Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

νεοτρεφής: -ές, ὁ νεωστὶ τραφείς, Εὐρ. Ἡρακλ. 91, Χριστοδ. Ἔκφρ. 276.

Greek Monolingual

νεοτρεφής, -ές (Α)
1. αυτός που μόλις πήρε τροφή, δηλ. ο νεογέννητος
2. αυτός που φύτρωσε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -τρεφής (< τρέφω), πρβλ. πολυτρεφής].