ξυλουργικός: Difference between revisions

27
(6_11)
(27)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξῠλουργικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν ξυλουργίαν, Εὐρ. Ἀποσπ. 978· ἡ -κὴ (ἐξυπ. [[τέχνη]]), = [[ξυλουργία]], Πλάτ. Φίληβ. 56B.
|lstext='''ξῠλουργικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν ξυλουργίαν, Εὐρ. Ἀποσπ. 978· ἡ -κὴ (ἐξυπ. [[τέχνη]]), = [[ξυλουργία]], Πλάτ. Φίληβ. 56B.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ξυλουργικός]], -ή, -όν) [[ξυλουργός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ξυλουργό ή στην [[ξυλουργία]] («ξυλουργικά εργαλεία»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ξυλουργική</i><br />η [[τέχνη]] και το [[επιτήδευμα]] της κοπής, κατεργασίας και συναρμογής τών ξύλων, η [[ξυλουργία]].
}}
}}