Anonymous

ξυλουργικός: Difference between revisions

From LSJ
3b
(27)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ξυλουργικός]], -ή, -όν) [[ξυλουργός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ξυλουργό ή στην [[ξυλουργία]] («ξυλουργικά εργαλεία»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ξυλουργική</i><br />η [[τέχνη]] και το [[επιτήδευμα]] της κοπής, κατεργασίας και συναρμογής τών ξύλων, η [[ξυλουργία]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ξυλουργικός]], -ή, -όν) [[ξυλουργός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ξυλουργό ή στην [[ξυλουργία]] («ξυλουργικά εργαλεία»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ξυλουργική</i><br />η [[τέχνη]] και το [[επιτήδευμα]] της κοπής, κατεργασίας και συναρμογής τών ξύλων, η [[ξυλουργία]].
}}
{{elru
|elrutext='''ξῠλουργικός:''' плотничий, Eur. ap. Plut.
}}
}}