μυρικᾶς: Difference between revisions

26
(6_3)
(26)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μυρικᾶς''': «[[ἄφωνος]], ἐν ἑαυτῷ ἔχων ὃ μέλλει πράττειν» Ἡσύχ.
|lstext='''μυρικᾶς''': «[[ἄφωνος]], ἐν ἑαυτῷ ἔχων ὃ μέλλει πράττειν» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=μυρικᾱς (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἄφωνος]], ἐν ἑαυτῷ ἔχων ὃ μέλλει πράττειν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρκος]] «[[άφωνος]]», τ. σχηματισμένος κατ' [[επίδραση]] του [[μυρίκη]] «[[είδος]] θάμνου»].
}}
}}