ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
Full diacritics: μυρικᾶς | Medium diacritics: μυρικᾶς | Low diacritics: μυρικάς | Capitals: ΜΥΡΙΚΑΣ |
Transliteration A: myrikâs | Transliteration B: myrikas | Transliteration C: myrikas | Beta Code: murika=s |
v. μύρκος.
μυρικᾶς: «ἄφωνος, ἐν ἑαυτῷ ἔχων ὃ μέλλει πράττειν» Ἡσύχ.
μυρικᾱς (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἄφωνος, ἐν ἑαυτῷ ἔχων ὃ μέλλει πράττειν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρκος «άφωνος», τ. σχηματισμένος κατ' επίδραση του μυρίκη «είδος θάμνου»].