νεαλδής: Difference between revisions

26
(6_7)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεαλδής''': -ές, (ἀλδεῖν) νεωστὶ αὐξηθεὶς ἢ παραχθείς, Ὀππ. Ἁλ. 1. 692.
|lstext='''νεαλδής''': -ές, (ἀλδεῖν) νεωστὶ αὐξηθεὶς ἢ παραχθείς, Ὀππ. Ἁλ. 1. 692.
}}
{{grml
|mltxt=[[νεαλδής]] και [[νεοαλδής]], -ές (Α)<br />αυτός που [[μόλις]] έχει παραχθεί ή αυτός που πολύ πρόσφατα έχει γεννηθεί, [[νεογέννητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αλδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀλδαίνω]] «[[αυξάνω]], [[δυναμώνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>αλδής</i>].
}}
}}