νεαλδής
From LSJ
Θεὸν ἐπιορκῶν μὴ δόκει λεληθέναι → Deum latere ne putes, quod peieras → Nie, glaub's nur, bleibt vor Gott ein Meineid unbemerkt
English (LSJ)
νεαλδές, (ἀλδεῖν) newly grown or produced, Opp.H.1.692.
German (Pape)
[Seite 234] ές, neu, frisch gewachsen, Opp. Hal. 1, 692.
Greek (Liddell-Scott)
νεαλδής: -ές, (ἀλδεῖν) νεωστὶ αὐξηθεὶς ἢ παραχθείς, Ὀππ. Ἁλ. 1. 692.
Greek Monolingual
νεαλδής και νεοαλδής, -ές (Α)
αυτός που μόλις έχει παραχθεί ή αυτός που πολύ πρόσφατα έχει γεννηθεί, νεογέννητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -αλδής (< ἀλδαίνω «αυξάνω, δυναμώνω»), πρβλ. πολυαλδής].