νευροειδής: Difference between revisions

27
(6_7)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νευροειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] νεύρῳ· τὸ νευροειδές, = [[λειμώνιον]], Διοσκ. 4. 16, Πλίν. 20. 28.
|lstext='''νευροειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] νεύρῳ· τὸ νευροειδές, = [[λειμώνιον]], Διοσκ. 4. 16, Πλίν. 20. 28.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[νευροειδής]], -ές)<br />αυτός που έχει [[μορφή]] νεύρου, που μοιάζει με [[νεύρο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo νευροειδές</i><br />το [[φυτό]] λειμώνιο.
}}
}}