νευροειδής

From LSJ

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νευροειδής Medium diacritics: νευροειδής Low diacritics: νευροειδής Capitals: ΝΕΥΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: neuroeidḗs Transliteration B: neuroeidēs Transliteration C: nevroeidis Beta Code: neuroeidh/s

English (LSJ)

νευροειδές, like sinews: τὸ ν., = λειμώνιον, Dsc.4.16, Plin.HN 20.72.

Greek (Liddell-Scott)

νευροειδής: -ές, ὅμοιος νεύρῳ· τὸ νευροειδές, = λειμώνιον, Διοσκ. 4. 16, Πλίν. 20. 28.

Greek Monolingual

-ές (Α νευροειδής, -ές)
αυτός που έχει μορφή νεύρου, που μοιάζει με νεύρο
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τo νευροειδές
το φυτό λειμώνιο.

German (Pape)

ές, sehnenartig, auch Name einer Pflanze, Diosc.