νευροχονδρώδης: Difference between revisions

27
(6_7)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νευροχονδρώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ [[νεῦρα]] καὶ χόνδρους ἔχων, Γάλην. 4. 157.
|lstext='''νευροχονδρώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ [[νεῦρα]] καὶ χόνδρους ἔχων, Γάλην. 4. 157.
}}
{{grml
|mltxt=[[νευροχονδρώδης]], -ῶδες (Μ)<br />αυτός που έχει [[νεύρα]] και χόνδρους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεῦρον]] <span style="color: red;">+</span> [[χονδρώδης]] (<span style="color: red;"><</span> [[χόνδρος]])].
}}
}}