νευροχονδρώδης
From LSJ
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
English (LSJ)
νευροχονδρῶδες, neuro-cartilaginous, σῶμα Gal.UP 6.19, cf. 2.619.
Greek (Liddell-Scott)
νευροχονδρώδης: -ες, (εἶδος) ὁ νεῦρα καὶ χόνδρους ἔχων, Γάλην. 4. 157.
Greek Monolingual
νευροχονδρώδης, -ῶδες (Μ)
αυτός που έχει νεύρα και χόνδρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + χονδρώδης (< χόνδρος)].