νημερτής: Difference between revisions

27
(Autenrieth)
(27)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ές ([[ἁμαρτάνω]]): [[unerring]], [[infallible]]; freq., νημερτές, νημερτέα [[εἰπεῖν]], [[truthfully]], [[truly]], Od. 3.19, Od. 4.314.— Adv., [[νημερτέως]], ε , Od. 19.296.
|auten=ές ([[ἁμαρτάνω]]): [[unerring]], [[infallible]]; freq., νημερτές, νημερτέα [[εἰπεῖν]], [[truthfully]], [[truly]], Od. 3.19, Od. 4.314.— Adv., [[νημερτέως]], ε , Od. 19.296.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[νημερτής]] και δωρ. τ. [[ναμερτής]], -ές) <b>νεοελλ.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι νημερτείς</i> (ενν. <i>σκώληκες</i>)<br /><b>ζωολ.</b> οι [[νημερτίνοι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν σφάλλει στα [[λόγια]] του, αυτός που λέει τα σωστά, [[αψευδής]] («ἀλλὰ τὰ μέν μοι ἔειπε [[γέρων]] [[ἅλιος]] [[νημερτής]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[λόγια]] ή για πράγματα) [[αληθινός]], [[σωστός]] («εἰ δ', ἄγε μοι δμωαί, νημερτέα μυθήσασθε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «νημερτὴς [[βουλή]]» — [[απόφαση]] η οποία αναπόφευκτα θα εκπληρωθεί <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> (το ουδ. εν. ή πληθ. ως επίρρ.) <i>νημερτές</i>, <i>νημερτέα</i><br />αληθινά, σωστά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νημερτέως</i> (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> με νημερτή τρόπο, αληθινά, σωστά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- <span style="color: red;">+</span> θ. (<i>α</i>)<i>μερ</i>- του [[ἁμαρτάνω]]. Η λ. ως νεοελλ. όρος [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>nemertea</i> <span style="color: red;"><</span> <i>Νημερτής</i>, όν. μιας Νηρηίδας].
}}
}}