Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νημερτής

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νημερτής Medium diacritics: νημερτής Low diacritics: νημερτής Capitals: ΝΗΜΕΡΤΗΣ
Transliteration A: nēmertḗs Transliteration B: nēmertēs Transliteration C: nimertis Beta Code: nhmerth/s

English (LSJ)

νημερτές, Dor. νᾱμερτής (the only form used by Trag., A. Pers.246), (νη-, ἁμαρτάνω) unerring, infallible, γέρων ἅλιος νημερτής = the truthful old man of the sea, of Proteus, Od.4.349, etc.; νημερτής τε καὶ ἤπιος = truthful and kind, of Nereus, Hes.Th.235; εἰπεῖν νημερτέα βουλήν = announce an infallible decree, a sure decree, i.e. one that will infallibly be put in force, Od.1.86,5.30; νημερτέα εἰπεῖν or νημερτέα μυθήσασθαι to speak sure truths, 3.19, Il.6.376; ἦ μάλα τοῦτο ἔπος ν. ἔειπες 3.204; πάντα ναμερτῆ λόγον = the whole story precisely A.l.c. (troch.); μῦθος, βάξις, A.R.4.810, 1184: Sup. νημερτέστατος Lyc.223: more freq. as adverb, νημερτὲς ἐνίσπες Od.22.166; τῶν γε νόον νημερτὲς ἀνέγνω 21.205; νημερτὲς ὑπόσχεο Il.1.514: Ion. Adv. νημερτέως = truthfully, truly, with truth, sincerely as trisyll., Od.5.98.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui ne se trompe pas, infaillible;
2 véridique, vrai.
Étymologie: νη-, ἁμαρτάνω.

German (Pape)

ές (νη-, ἁμαρτάνω), ohne Fehl, wahrhaftig, wahr; Beiwort des wahrsagenden Proteus, Od. 4.349; νημερτὲς μὲν δή μοι ὑπόσχεο καὶ κατάνευσον, Il. 1.514; βουλὴ νημερτής, ein Ratschluß, der unfehlbar in Erfüllung gehen wird, Od. 1.86, 5.30; so νόος, 21.205; ἔπος, ein zuverlässiges Wort, Il. 3.204; so νημερτέα εἰπεῖν, der Wahrheit gemäß reden, und
• adv. νημερτέως, Od. 5.98, 19.269; τάχ' εἴσῃ πάντα νημερτῆ λόγον, Aesch. Pers. 242; sp.D. – S. auch nom. pr.

Russian (Dvoretsky)

νημερτής:
1 непогрешимый, говорящий правду (γέρων ἅλιος, т. е. Πρωτεύς Hom.);
2 верный, надежный (ἔπος, βουλή, νόος Hom.; λόγος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

νημερτής: -ές, Δωρ. νᾱμερτὴς - καὶ οὗτος εἶναιμόνος τύπος ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Τραγ., Πόρσ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 246, Δινδ. εἰς Σοφ. Τρ. 173· (νη-, ἁμαρτάνω)· - ὁ μὴ ἁμαρτάνων εἰς τοὺς λόγους του, ἀληθής, ἀψευδής, γέρων ἅλιος νημερτής, ἐπὶ τοῦ Πρωτέως, Ὀδ. Δ. 349, κτλ.· ν. τε καὶ ἤπιος, ἐπὶ τοῦ Νηρέως, Ἡσ. Θ. 235· εἰπεῖν νημερτέα βουλήν, ἥτις ἀφεύκτως θὰ ἐκτελεσθῇ, Ὀδ. Α. 86, Ε. 30· οὕτω, τῶν γε νόον ν. ἔγνω Φ. 205· ἦ μάλα τοῦτο ἔπος ν. ἔειπας Ἰλ. Γ. 204· οὕτω, πάντα ναμερτῆ λόγον Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· μῦθος, βάξις Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 810, 1184· ὑπερθετ. -έστατος, Λυκόφρ. 223· - συνηθέστερον ὡς ἐπίρρ., νημερτὲς ἐνισπεῖν, νημερτέα εἰπεῖν ἢ μυθήσασθαι, λέγειν τὴν ἀλήθειαν, τὴν βεβαίαν ἀλήθειαν, Ὅμ.· ν. ὑπόσχεο Ἰλ. Α. 514· Ἰων. ἐπίρρ. νημερτέως ὡς τρισύλλ., Ὀδ. Ε. 98· πρβλ. νητρεκής.

English (Autenrieth)

ές (ἁμαρτάνω): unerring, infallible; freq., νημερτές, νημερτέα εἰπεῖν, truthfully, truly, Od. 3.19, Od. 4.314.— Adv., νημερτέως, ε, Od. 19.296.

Greek Monolingual

-ές (Α νημερτής και δωρ. τ. ναμερτής, -ές) νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι νημερτείς (ενν. σκώληκες)
ζωολ. οι νημερτίνοι
αρχ.
1. αυτός που δεν σφάλλει στα λόγια του, αυτός που λέει τα σωστά, αψευδής («ἀλλὰ τὰ μέν μοι ἔειπε γέρων ἅλιος νημερτής», Ομ. Οδ.)
2. (για λόγια ή για πράγματα) αληθινός, σωστός («εἰ δ', ἄγε μοι δμωαί, νημερτέα μυθήσασθε», Ομ. Ιλ.)
3. φρ. «νημερτὴς βουλή» — απόφαση η οποία αναπόφευκτα θα εκπληρωθεί Ομ. Οδ.)
4. (το ουδ. εν. ή πληθ. ως επίρρ.) νημερτές, νημερτέα
αληθινά, σωστά.
επίρρ...
νημερτέως (Α)
ιων. τ. με νημερτή τρόπο, αληθινά, σωστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + θ. (α)μερ- του ἁμαρτάνω. Η λ. ως νεοελλ. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. nemertea < Νημερτής, όν. μιας Νηρηίδας].

Greek Monotonic

νημερτής: -ές (νη-, ἁμαρτεῖν), Δωρ. και Τραγ. νᾱμερτής, αλάνθαστος στους λόγους του, αψευδής, αληθής, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· νημερτέα βουλήν, βέβαιη απόφαση, δηλ. απόφαση που πρόκειται σίγουρα να εκτελεστεί, σε Ομήρ. Οδ.· νημερτέα εἰπεῖν ή μυθήσασθαι, λέει αλήθειες, σε Όμηρ.· Ιων. επίρρ. νημερτέως, ως τρισύλ., σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

νη-μερτής, ές (νη-, ἁμαρτεῖν)
unerring, infallible, Od., Hes.; νημερτέα βουλήν a sure decree, i. e. one that will infallibly be enforced, Od.; νημερτέα εἰπεῖν or μυθήσασθαι to speak sure truths, Hom.; ionic adv. νημερτέως as trisyll., Od.

Wikipedia EN

Nemertea is a phylum of invertebrate animals also known as "ribbon worms" or "proboscis worms". Alternative names for the phylum have included Nemertini, Nemertinea and Rhynchocoela. Most are very slim, usually only a few millimeters wide, although a few have relatively short but wide bodies. Many have patterns of yellow, orange, red and green coloration. Nemertea are named after the Greek sea-nymph Nemertes, one of the daughters of Nereus and Doris.