νοσηματώδης: Difference between revisions

27
(6_7)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νοσημᾰτώδης''': -ες, = [[νοσώδης]], Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσ. 1. 19, 23, Ἠθ. Νικ. 7. 5, 3. - Ἐπίρρ., νοσηματωδῶς ἔχειν [[αὐτόθι]] 4.
|lstext='''νοσημᾰτώδης''': -ες, = [[νοσώδης]], Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσ. 1. 19, 23, Ἠθ. Νικ. 7. 5, 3. - Ἐπίρρ., νοσηματωδῶς ἔχειν [[αὐτόθι]] 4.
}}
{{grml
|mltxt=[[νοσηματώδης]], -ῶδες (Α) [[νόσημα]]<br />[[νοσώδης]], [[νοσηρός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νοσηματωδῶς</i> (Α)<br />με νοσηματώδη τρόπο.
}}
}}