3,273,164
edits
(6_22) |
(27) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νυκτέρευμα''': τό, νυκτερινὸν [[κατάλυμα]], Πολύβ. 12. 4, 9. | |lstext='''νυκτέρευμα''': τό, νυκτερινὸν [[κατάλυμα]], Πολύβ. 12. 4, 9. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και νυκτέρεμα, το (ΑΜ [[νυκτέρευμα]]) [[νυκτερεύω]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[αγρυπνία]] καθ' όλη τη [[διάρκεια]] της νύχτας, [[νυχτέρι]], [[ξενύχτι]], [[διανυκτέρευση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τόπος]] νυχτερινού σταβλισμού ζώων, νυχτερινό [[κατάλυμα]] ζώων. | |||
}} | }} |