Anonymous

νυκτέρευμα: Difference between revisions

From LSJ
27
(6_22)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νυκτέρευμα''': τό, νυκτερινὸν [[κατάλυμα]], Πολύβ. 12. 4, 9.
|lstext='''νυκτέρευμα''': τό, νυκτερινὸν [[κατάλυμα]], Πολύβ. 12. 4, 9.
}}
{{grml
|mltxt=και νυκτέρεμα, το (ΑΜ [[νυκτέρευμα]]) [[νυκτερεύω]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[αγρυπνία]] καθ' όλη τη [[διάρκεια]] της νύχτας, [[νυχτέρι]], [[ξενύχτι]], [[διανυκτέρευση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τόπος]] νυχτερινού σταβλισμού ζώων, νυχτερινό [[κατάλυμα]] ζώων.
}}
}}