ὀχεῖον: Difference between revisions

30
(Bailly1_4)
(30)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />étalon, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὀχεύω]].
|btext=ου (τό) :<br />étalon, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὀχεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὀχεῑον, τὸ (Α) [[[οχεία]] (Ι)]<br /><b>1.</b> [[αρσενικό]] ζώο που εκτρέφεται προκειμένου να βατεύει τα θηλυκά ζώα, [[επιβήτορας]], βατευτής («ἵππους ὑπὸ τοῑς κρατίστοις τῶν ὀχείων βιβάζουσι χάριτι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κόκορας]]<br /><b>3.</b> [[τόπος]] [[κατάλληλος]] για [[οχεία]].———————— <b>(II)</b><br />ὀχεῑον, τὸ (Α) [[[οχεία]] (II)]<br /><b>1.</b> η [[άγκυρα]]<br /><b>2.</b> [[ὄχος]], [[ὄχημα]].
}}
}}