Anonymous

ὀχεῖον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀχεῖον''': τό, ([[ὀχεύω]]) [[ζῷον]] ἄρρεν τρεφόμενον [[ὅπως]] βατεύῃ τὰ [[θήλεα]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 9, π. Ζ. Γεν. 2. 8, 15· [[ἀλεκτρυών]], [[αὐτόθι]] 1. 21, 10· ἵππων ὄνων τ’ ὀχεῖα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 194· ὠνοῦνταί μοι τὸν ἵππον [[ὀχεῖον]], δηλ. εἰς ὀχείαν ἀποδεδειγμένον, Δείναρχ. παρ’ Ἁρποκρ. 2) ὁ [[τόπος]] [[ἔνθα]] γίνεται [[ὀχεία]], Λυκοῦργ. παρ’ Ἁρποκρ. ΙΙ. ([[ὀχέω]]), = [[ὄχημα]] ΙΙ, [[ὄχος]], Δείναρχ. [[αὐτόθι]]. 2) ἄγκυρα, Θεογνώστ. Κανόν. 129.
|lstext='''ὀχεῖον''': τό, ([[ὀχεύω]]) [[ζῷον]] ἄρρεν τρεφόμενον [[ὅπως]] βατεύῃ τὰ [[θήλεα]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 9, π. Ζ. Γεν. 2. 8, 15· [[ἀλεκτρυών]], [[αὐτόθι]] 1. 21, 10· ἵππων ὄνων τ’ ὀχεῖα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 194· ὠνοῦνταί μοι τὸν ἵππον [[ὀχεῖον]], δηλ. εἰς ὀχείαν ἀποδεδειγμένον, Δείναρχ. παρ’ Ἁρποκρ. 2) ὁ [[τόπος]] [[ἔνθα]] γίνεται [[ὀχεία]], Λυκοῦργ. παρ’ Ἁρποκρ. ΙΙ. ([[ὀχέω]]), = [[ὄχημα]] ΙΙ, [[ὄχος]], Δείναρχ. [[αὐτόθι]]. 2) ἄγκυρα, Θεογνώστ. Κανόν. 129.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />étalon, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὀχεύω]].
}}
}}