ποδηγέτης: Difference between revisions

33
(6_19)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποδηγέτης''': -ου, ὁ, ὡς τὸ [[ποδηγός]], [[ὁδηγός]], Λυκόφρ. 385.
|lstext='''ποδηγέτης''': -ου, ὁ, ὡς τὸ [[ποδηγός]], [[ὁδηγός]], Λυκόφρ. 385.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />αυτός που ποδηγετεί, που οδηγεί ή καθοδηγεί κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἡγέτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>αρχ</i>-[[ηγέτης]], <i>ιππ</i>-[[ηγέτης]])].
}}
}}