νυκτερωπός: Difference between revisions

27
(Bailly1_3)
(27)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />sombre.<br />'''Étymologie:''' [[νύκτερος]], [[ὤψ]].
|btext=ός, όν :<br />sombre.<br />'''Étymologie:''' [[νύκτερος]], [[ὤψ]].
}}
{{grml
|mltxt=[[νυκτερωπός]], -όν (Α) [[νύκτερος]]<br /><b>1.</b> αυτός που φαίνεται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] τή νύχτας<br /><b>2.</b> αυτός που μοιάζει με [[νύχτα]], ο [[σκοτεινός]].
}}
}}