3,271,306
edits
(6_15) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νυκτερωπός''': -όν, (ὢψ) ὁ ἔχων ὄψιν νυκτὸς ἢ κατ’ ἄλλους ὁ ἐν καιρῷ νυκτὸς φαινόμενος, [[δόκημα]] νυκτερωπὸν ὀνείρων Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 111. | |lstext='''νυκτερωπός''': -όν, (ὢψ) ὁ ἔχων ὄψιν νυκτὸς ἢ κατ’ ἄλλους ὁ ἐν καιρῷ νυκτὸς φαινόμενος, [[δόκημα]] νυκτερωπὸν ὀνείρων Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 111. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br />sombre.<br />'''Étymologie:''' [[νύκτερος]], [[ὤψ]]. | |||
}} | }} |