Anonymous

νυκτερωπός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νυκτερωπός''': -όν, (ὢψ) ὁ ἔχων ὄψιν νυκτὸς ἢ κατ’ ἄλλους ὁ ἐν καιρῷ νυκτὸς φαινόμενος, [[δόκημα]] νυκτερωπὸν ὀνείρων Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 111.
|lstext='''νυκτερωπός''': -όν, (ὢψ) ὁ ἔχων ὄψιν νυκτὸς ἢ κατ’ ἄλλους ὁ ἐν καιρῷ νυκτὸς φαινόμενος, [[δόκημα]] νυκτερωπὸν ὀνείρων Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 111.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />sombre.<br />'''Étymologie:''' [[νύκτερος]], [[ὤψ]].
}}
}}