3,274,921
edits
(6_19) |
(27) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξενᾰπάτης''': -ου, ὁ, ποιητ. ξειν-, ([[ἀπατάω]]) ὁ ἀπατῶν ξένους, Πινδ. Ο. 10 (11). 43· ἢ ὁ ἀπατῶν τὸν ξένον του, Εὐρ. Μήδ. 1392. ΙΙ. ἀπατηλὸς [[ἄνεμος]] ἐντὸς τοῦ λιμένος, ἐνῷ [[ἄλλος]] [[ἄνεμος]] πνέει εἰς τὸ [[πέλαγος]], «ξεναπάτας: ἰδίως ἐπὶ τῶν [[ὅταν]] μὴ τοιοῦτοι πνέωσιν οἱ ἄνεμοι ἐν τοῖς πελάγεσιν, ὁποῖοι ἐν τοῖς λιμέσιν» Α. Β. 107. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 289. | |lstext='''ξενᾰπάτης''': -ου, ὁ, ποιητ. ξειν-, ([[ἀπατάω]]) ὁ ἀπατῶν ξένους, Πινδ. Ο. 10 (11). 43· ἢ ὁ ἀπατῶν τὸν ξένον του, Εὐρ. Μήδ. 1392. ΙΙ. ἀπατηλὸς [[ἄνεμος]] ἐντὸς τοῦ λιμένος, ἐνῷ [[ἄλλος]] [[ἄνεμος]] πνέει εἰς τὸ [[πέλαγος]], «ξεναπάτας: ἰδίως ἐπὶ τῶν [[ὅταν]] μὴ τοιοῦτοι πνέωσιν οἱ ἄνεμοι ἐν τοῖς πελάγεσιν, ὁποῖοι ἐν τοῖς λιμέσιν» Α. Β. 107. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 289. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ξεναπάτης]], ποιητ. τ. [[ξειναπάτης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εξαπατά τους ξένους<br /><b>2.</b> αυτός που προδίδει εκείνον που τον φιλοξενεί<br /><b>3.</b> [[απατηλός]] [[άνεμος]] που πνέει στο [[λιμάνι]], ενώ στο ανοιχτό [[πέλαγος]] πνέει [[άλλος]] [[άνεμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] / [[ξεῖνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>απάτης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>απατῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>φρεν</i>-<i>απάτης</i>, <i>ψυχ</i>-<i>απάτης</i>]. | |||
}} | }} |