οἰσυουργός: Difference between revisions

28
(6_15)
(28)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰσυουργός''': -όν, (*[[ἔργω]])= τῷ προηγ. «τὸν οἰσυοπλόκον οἰσυουργὸν καλεῖ Εὔπολις» [[Πολυδ]]. Ζ΄, 176.
|lstext='''οἰσυουργός''': -όν, (*[[ἔργω]])= τῷ προηγ. «τὸν οἰσυοπλόκον οἰσυουργὸν καλεῖ Εὔπολις» [[Πολυδ]]. Ζ΄, 176.
}}
{{grml
|mltxt=[[οἰσυουργός]], -όν (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που κατασκευάζει διάφορα σκεύη με κλαδιά λυγαριάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἰσύα]] «το [[φυτό]] [[λυγαριά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>λιν</i>-<i>ουργός</i>].
}}
}}