οἰσυουργός

From LSJ

Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn

Menander, Monostichoi, 442
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰσῠουργός Medium diacritics: οἰσυουργός Low diacritics: οισυουργός Capitals: ΟΙΣΥΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: oisyourgós Transliteration B: oisyourgos Transliteration C: oisyourgos Beta Code: oi)suourgo/s

English (LSJ)

οἰσυουργόν, working in osier-twigs, Eup.433.

Greek (Liddell-Scott)

οἰσυουργός: -όν, (*ἔργω)= τῷ προηγ. «τὸν οἰσυοπλόκον οἰσυουργὸν καλεῖ Εὔπολις» Πολυδ. Ζ΄, 176.

Greek Monolingual

οἰσυουργός, -όν (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που κατασκευάζει διάφορα σκεύη με κλαδιά λυγαριάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰσύα «το φυτό λυγαριά» + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. λινουργός].

German (Pape)

aus Weidenzweigen arbeitend, Eupol. bei Poll. 7.176.