ὀλολύζω: Difference between revisions

28
(T22)
(28)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=an onomatopoetic [[verb]] (cf. the [[similar]] ὀιμώζειν, αἰάζειν, ἀλαλάζειν, πιπίζειν, κοκκύζειν, τίζειν. Compare the German [[term]].-zen, as in grunzen, krächzen, ächzen), to [[howl]], [[wail]], [[lament]]: [[Homer]] [[down]] of a [[loud]] [[cry]], [[whether]] of [[joy]] or of [[grief]]; the Sept. for הֵילִיל.) (Synonym: cf. [[κλαίω]], at the [[end]].)  
|txtha=an onomatopoetic [[verb]] (cf. the [[similar]] ὀιμώζειν, αἰάζειν, ἀλαλάζειν, πιπίζειν, κοκκύζειν, τίζειν. Compare the German [[term]].-zen, as in grunzen, krächzen, ächzen), to [[howl]], [[wail]], [[lament]]: [[Homer]] [[down]] of a [[loud]] [[cry]], [[whether]] of [[joy]] or of [[grief]]; the Sept. for הֵילִיל.) (Synonym: cf. [[κλαίω]], at the [[end]].)  
}}
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[ὀλολύζω]] και [[ολολύττω]])<br />[[βγάζω]] θρηνητικές κραυγές, [[θρηνώ]] [[γοερά]], [[οδύρομαι]], [[ολοφύρομαι]], [[σκούζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κραυγάζω]], [[φωνάζω]] [[δυνατά]], [[ιδίως]] για [[επίκληση]] [[γυναικών]] [[προς]] τους θεούς ή ως [[εκδήλωση]] χαράς («ὡς εἰποῡσ' ὀλόλυξε<br />θεὰ δὲ οἱ ἔκλυεν ἀρῆς», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρήμα που έχει προέλθει από [[ονοματοποιία]] με αναδιπλασιαμό και κατάλ. -<i>ύζω</i>, η οποία απαντά και σε άλλα ρ. ανάλογης σημ. (<b>πρβλ.</b> <i>βαΰζω</i>, [[γογγύζω]], <i>ιΰζω</i>, [[κοκκύζω]]). Ανάλογα παραδείγματα ονοματοποιημένων λ. μαρτυρούνται και σε άλλες ΙΕ γλώσσες, <b>πρβλ.</b> λατ. <i>ululo</i> «[[ουρλιάζω]], [[ολολύζω]]», <i>ulula</i> «[[κουκουβάγια]]», αρχ. ινδ. <i>ululi</i>- «αυτός που ουρλιάζει», <i>ul</i><i>ū</i><i>ka</i>- «[[κουκουβάγια]]», λιθουαν. <i>ulula</i> (<i>ba</i><i>ň</i><i>gos</i>) «ουρλιάζουν τα κύματα» (<b>βλ.</b> και λ. <i>υλώ</i>). Οι τύποι αυτοί ανάγονται πιθ. σε [[κοινή]] [[ρίζα]] <i>ul</i>- «[[κλαίω]], [[ουρλιάζω]]». Αν θεωρηθεί ότι το ρ. [[ὀλολύζω]] ανάγεται σ' αυτήν τη [[ρίζα]], θα [[πρέπει]] να έχει σχηματιστεί με ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>υ</i>- σε -<i>ο</i>- και αναδιπλασιασμό. Σύμφωνα με [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. συνδέεται με το επιφών. [[ἐλελεῦ]] «πολεμική [[κραυγή]], [[κραυγή]] πόνου, χαράς», [[οπότε]] η [[διαφορά]] στον φωνηεντισμό θα [[πρέπει]] να οφείλεται σε [[ετεροίωση]]. Το ρ. [[ὀλολύζω]] έχει ιδιαίτερη τελετουργική [[αξία]], χρησιμοποιείται για θρησκευτικές τελετές προκειμένου να δηλώσει τις κραυγές χαράς και σπανιότερα πόνου ή οδύνης που προέρχονται [[κυρίως]] από γυναίκες, ενώ για τους άντρες χρησιμοποιείται το ρ. [[ἀλαλάζω]].
}}
}}