Anonymous

ὀλολύζω: Difference between revisions

From LSJ
5
(28)
(5)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[ὀλολύζω]] και [[ολολύττω]])<br />[[βγάζω]] θρηνητικές κραυγές, [[θρηνώ]] [[γοερά]], [[οδύρομαι]], [[ολοφύρομαι]], [[σκούζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κραυγάζω]], [[φωνάζω]] [[δυνατά]], [[ιδίως]] για [[επίκληση]] [[γυναικών]] [[προς]] τους θεούς ή ως [[εκδήλωση]] χαράς («ὡς εἰποῡσ' ὀλόλυξε<br />θεὰ δὲ οἱ ἔκλυεν ἀρῆς», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρήμα που έχει προέλθει από [[ονοματοποιία]] με αναδιπλασιαμό και κατάλ. -<i>ύζω</i>, η οποία απαντά και σε άλλα ρ. ανάλογης σημ. (<b>πρβλ.</b> <i>βαΰζω</i>, [[γογγύζω]], <i>ιΰζω</i>, [[κοκκύζω]]). Ανάλογα παραδείγματα ονοματοποιημένων λ. μαρτυρούνται και σε άλλες ΙΕ γλώσσες, <b>πρβλ.</b> λατ. <i>ululo</i> «[[ουρλιάζω]], [[ολολύζω]]», <i>ulula</i> «[[κουκουβάγια]]», αρχ. ινδ. <i>ululi</i>- «αυτός που ουρλιάζει», <i>ul</i><i>ū</i><i>ka</i>- «[[κουκουβάγια]]», λιθουαν. <i>ulula</i> (<i>ba</i><i>ň</i><i>gos</i>) «ουρλιάζουν τα κύματα» (<b>βλ.</b> και λ. <i>υλώ</i>). Οι τύποι αυτοί ανάγονται πιθ. σε [[κοινή]] [[ρίζα]] <i>ul</i>- «[[κλαίω]], [[ουρλιάζω]]». Αν θεωρηθεί ότι το ρ. [[ὀλολύζω]] ανάγεται σ' αυτήν τη [[ρίζα]], θα [[πρέπει]] να έχει σχηματιστεί με ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>υ</i>- σε -<i>ο</i>- και αναδιπλασιασμό. Σύμφωνα με [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. συνδέεται με το επιφών. [[ἐλελεῦ]] «πολεμική [[κραυγή]], [[κραυγή]] πόνου, χαράς», [[οπότε]] η [[διαφορά]] στον φωνηεντισμό θα [[πρέπει]] να οφείλεται σε [[ετεροίωση]]. Το ρ. [[ὀλολύζω]] έχει ιδιαίτερη τελετουργική [[αξία]], χρησιμοποιείται για θρησκευτικές τελετές προκειμένου να δηλώσει τις κραυγές χαράς και σπανιότερα πόνου ή οδύνης που προέρχονται [[κυρίως]] από γυναίκες, ενώ για τους άντρες χρησιμοποιείται το ρ. [[ἀλαλάζω]].
|mltxt=(ΑΜ [[ὀλολύζω]] και [[ολολύττω]])<br />[[βγάζω]] θρηνητικές κραυγές, [[θρηνώ]] [[γοερά]], [[οδύρομαι]], [[ολοφύρομαι]], [[σκούζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κραυγάζω]], [[φωνάζω]] [[δυνατά]], [[ιδίως]] για [[επίκληση]] [[γυναικών]] [[προς]] τους θεούς ή ως [[εκδήλωση]] χαράς («ὡς εἰποῡσ' ὀλόλυξε<br />θεὰ δὲ οἱ ἔκλυεν ἀρῆς», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρήμα που έχει προέλθει από [[ονοματοποιία]] με αναδιπλασιαμό και κατάλ. -<i>ύζω</i>, η οποία απαντά και σε άλλα ρ. ανάλογης σημ. (<b>πρβλ.</b> <i>βαΰζω</i>, [[γογγύζω]], <i>ιΰζω</i>, [[κοκκύζω]]). Ανάλογα παραδείγματα ονοματοποιημένων λ. μαρτυρούνται και σε άλλες ΙΕ γλώσσες, <b>πρβλ.</b> λατ. <i>ululo</i> «[[ουρλιάζω]], [[ολολύζω]]», <i>ulula</i> «[[κουκουβάγια]]», αρχ. ινδ. <i>ululi</i>- «αυτός που ουρλιάζει», <i>ul</i><i>ū</i><i>ka</i>- «[[κουκουβάγια]]», λιθουαν. <i>ulula</i> (<i>ba</i><i>ň</i><i>gos</i>) «ουρλιάζουν τα κύματα» (<b>βλ.</b> και λ. <i>υλώ</i>). Οι τύποι αυτοί ανάγονται πιθ. σε [[κοινή]] [[ρίζα]] <i>ul</i>- «[[κλαίω]], [[ουρλιάζω]]». Αν θεωρηθεί ότι το ρ. [[ὀλολύζω]] ανάγεται σ' αυτήν τη [[ρίζα]], θα [[πρέπει]] να έχει σχηματιστεί με ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>υ</i>- σε -<i>ο</i>- και αναδιπλασιασμό. Σύμφωνα με [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. συνδέεται με το επιφών. [[ἐλελεῦ]] «πολεμική [[κραυγή]], [[κραυγή]] πόνου, χαράς», [[οπότε]] η [[διαφορά]] στον φωνηεντισμό θα [[πρέπει]] να οφείλεται σε [[ετεροίωση]]. Το ρ. [[ὀλολύζω]] έχει ιδιαίτερη τελετουργική [[αξία]], χρησιμοποιείται για θρησκευτικές τελετές προκειμένου να δηλώσει τις κραυγές χαράς και σπανιότερα πόνου ή οδύνης που προέρχονται [[κυρίως]] από γυναίκες, ενώ για τους άντρες χρησιμοποιείται το ρ. [[ἀλαλάζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀλολύζω:''' μέλ. <i>-ύξομαι</i>· Επικ. αόρ. αʹ <i>ὀλόλυξα</i>· [[κραυγάζω]] επικαλούμενος τους θεούς, [[φωνάζω]] [[δυνατά]], λέγεται για γυναίκες που φωνάζοντας με λαρυγγισμούς, επικαλούνται τους θεούς στις προσευχές ή στις δημόσιες εκφράσεις ευχαριστιών στους ναούς, σε Ομήρ. Οδ., Ύμν. σε απόλ.· ομοίως, επίσης, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.
}}
}}