ὁμορέω: Difference between revisions

28
(Bailly1_4)
(28)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />confiner, être limitrophe de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ὅμορος]].
|btext=-ῶ :<br />confiner, être limitrophe de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ὅμορος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὁμορέω]] και ιων. τ. [[ὁμουρέω]] (Α) [[όμορος]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] όμορος, έχω κοινά [[σύνορα]] με κάποιον, [[συνορεύω]], [[γειτνιάζω]]<br /><b>2.</b> (στον ιων. τ.) (για [[γυναίκα]]) [[πλησιάζω]] κάποιον με ερωτική [[διάθεση]] ή [[συγκατοικώ]] [[παράνομα]] με ερωμένο, [[συζώ]]<br /><b>3.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οἱ ὁμοροῡντες</i><br />οι γείτονες.
}}
}}