3,274,919
edits
(6_12) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμορέω''': Ἰων. [[ὁμουρέω]], εἶμαι [[ὅμορος]], [[γειτνιάζω]], συνορεύω, [οἱ Κελτοὶ] ὁμουρέουσι Κυνησίοισι Ἡρόδ. 2. 33, πρβλ. 7. 123, [[Ἑκαταῖος]] 135, κτλ.· χωρίοις ὁμορεῖν Πλούτ. 2. 292D, κτλ. ΙΙ. ὁ Ἰων. [[τύπος]] μνημονεύεται ἐκ τοῦ Στοβ. ὡς τῷ [[πλησιάζω]], ἐπὶ αἰσχρῶν γυναικῶν. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὁμοροῦσα γειτνιῶσα. πλησιάζουσα». | |lstext='''ὁμορέω''': Ἰων. [[ὁμουρέω]], εἶμαι [[ὅμορος]], [[γειτνιάζω]], συνορεύω, [οἱ Κελτοὶ] ὁμουρέουσι Κυνησίοισι Ἡρόδ. 2. 33, πρβλ. 7. 123, [[Ἑκαταῖος]] 135, κτλ.· χωρίοις ὁμορεῖν Πλούτ. 2. 292D, κτλ. ΙΙ. ὁ Ἰων. [[τύπος]] μνημονεύεται ἐκ τοῦ Στοβ. ὡς τῷ [[πλησιάζω]], ἐπὶ αἰσχρῶν γυναικῶν. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὁμοροῦσα γειτνιῶσα. πλησιάζουσα». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />confiner, être limitrophe de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ὅμορος]]. | |||
}} | }} |