ὀνοσκελίς: Difference between revisions

29
(6_12)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀνοσκελίς''': -ίδος, ἡ, ἡ ἔχουσα σκέλη ὄνου, ὡς τὸ [[ὀνόκωλος]], ἐπίθ. τῆς Ἐμπούσης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1048· αἰτ. ὀνόσκελιν (προπαροξ.), Ἀριστ. παρὰ Πλουτ. 2. 312Ε.
|lstext='''ὀνοσκελίς''': -ίδος, ἡ, ἡ ἔχουσα σκέλη ὄνου, ὡς τὸ [[ὀνόκωλος]], ἐπίθ. τῆς Ἐμπούσης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1048· αἰτ. ὀνόσκελιν (προπαροξ.), Ἀριστ. παρὰ Πλουτ. 2. 312Ε.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀνοσκελίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br />(ως [[προσωνυμία]] της Εμπούσης) αυτή που έχει σκέλη όνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνος]] <span style="color: red;">+</span> [[σκέλος]].
}}
}}