ὀνοσκελίς

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνοσκελίς Medium diacritics: ὀνοσκελίς Low diacritics: ονοσκελίς Capitals: ΟΝΟΣΚΕΛΙΣ
Transliteration A: onoskelís Transliteration B: onoskelis Transliteration C: onoskelis Beta Code: o)noskeli/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, she with the ass's legs (cf. ὀνόκωλος), epithet of the Ἔμπουσα, Sch.Ar.Ec.1048.

German (Pape)

[Seite 350] ίδος, ἡ, die Eselsfüßige, so heißt die Empusa, Schol. Ar. Eccl. 1056. Vgl. auch ὀνοκώλη.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνοσκελίς: -ίδος, ἡ, ἡ ἔχουσα σκέλη ὄνου, ὡς τὸ ὀνόκωλος, ἐπίθ. τῆς Ἐμπούσης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1048· αἰτ. ὀνόσκελιν (προπαροξ.), Ἀριστ. παρὰ Πλουτ. 2. 312Ε.

Greek Monolingual

ὀνοσκελίς, -ίδος, ἡ (Α)
(ως προσωνυμία της Εμπούσης) αυτή που έχει σκέλη όνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + σκέλος.