3,241,406
edits
(6_19) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀξυόδους''': -οντος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ὀδόντας ὀξεῖς· παρὰ Νόνν. ἐν Διον. 40. 484, μετ’ οὐδετ. οὐσιαστ., πρβλ. Λοβ. Παραλ. 248. | |lstext='''ὀξυόδους''': -οντος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ὀδόντας ὀξεῖς· παρὰ Νόνν. ἐν Διον. 40. 484, μετ’ οὐδετ. οὐσιαστ., πρβλ. Λοβ. Παραλ. 248. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀξυόδους]], ό, ἡ (ΑΜ)<br />αυτός που έχει αιχμηρά, κοφτερά δόντια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὀδούς]], <i>ὀδόντος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πυκν</i>-<i>όδους</i>)]. | |||
}} | }} |