ὀξυόδους
From LSJ
Τί γὰρ γένοιτ᾽ ἂν ἕλκος μεῖζον ἢ φίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?
English (LSJ)
όδοντος, ὁ, ἡ, with sharp teeth; in Nonn. D. 40.484, with a neut.Subst. ὀξυόεις, εσσα, εν, (ὀξύη) with beechen shaft, beechen, ἔγχεα ὀξυόεντα Il.5.568, cf. 50, etc.; δουρὶ μετάλμενος ὀξυόεντι 14.443, cf. Eust.1951.2, Hsch.: the deriv. from ὀξύς is less probable.
German (Pape)
[Seite 353] οντος, scharf-, spitzzähnig, Nonn. D. 40, 484; B. A. 442, Erkl. von ἀργιόδους, wie Tzetz. in Lycophr. 34.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξυόδους: -οντος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ὀδόντας ὀξεῖς· παρὰ Νόνν. ἐν Διον. 40. 484, μετ’ οὐδετ. οὐσιαστ., πρβλ. Λοβ. Παραλ. 248.
Greek Monolingual
ὀξυόδους, ό, ἡ (ΑΜ)
αυτός που έχει αιχμηρά, κοφτερά δόντια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + ὀδούς, ὀδόντος (πρβλ. πυκνόδους)].