3,277,002
edits
(6_8) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρμενόεις''': εσσα, εν, ὁρμητικὸς πρὸς [[ὕψος]], [[εὐαυξής]], ἐπὶ φυτοῦ, Νικ. Θηρ. 840. | |lstext='''ὀρμενόεις''': εσσα, εν, ὁρμητικὸς πρὸς [[ὕψος]], [[εὐαυξής]], ἐπὶ φυτοῦ, Νικ. Θηρ. 840. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀρμενόεις]], -εσσα, -εν (Α) [[όρμενος]]<br />(σχετικά με [[φυτό]]) αυτός που έχει επιμήκη καυλό. | |||
}} | }} |