Anonymous

ὀρμενόεις: Difference between revisions

From LSJ
29
(6_8)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρμενόεις''': εσσα, εν, ὁρμητικὸς πρὸς [[ὕψος]], [[εὐαυξής]], ἐπὶ φυτοῦ, Νικ. Θηρ. 840.
|lstext='''ὀρμενόεις''': εσσα, εν, ὁρμητικὸς πρὸς [[ὕψος]], [[εὐαυξής]], ἐπὶ φυτοῦ, Νικ. Θηρ. 840.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀρμενόεις]], -εσσα, -εν (Α) [[όρμενος]]<br />(σχετικά με [[φυτό]]) αυτός που έχει επιμήκη καυλό.
}}
}}