πανεπιστήμων: Difference between revisions

30
(6_16)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰνεπιστήμων''': -ον, γεν. ονος, ὁ τὰ πάντα εἰδώς, τῶν πάντων [[ἐπιστήμων]], Εὐσ. Εὐαγγ. Ἀποδ. 227C.
|lstext='''πᾰνεπιστήμων''': -ον, γεν. ονος, ὁ τὰ πάντα εἰδώς, τῶν πάντων [[ἐπιστήμων]], Εὐσ. Εὐαγγ. Ἀποδ. 227C.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΝΑ<br />αυτός που γνωρίζει τα [[πάντα]], [[παντογνώστης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάτοχος]] πολλών επιστημών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπιστήμων]].
}}
}}