πανεπιστήμων

English (LSJ)

πανεπιστήμον, gen. ονος, all-knowing, Gal.16.324, Sch.Pl.Phdr.261d.

German (Pape)

[Seite 459] ον, Alles verstehend, wissend, Sp., wie Schol. Plat. Phaedr. p. 70.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνεπιστήμων: -ον, γεν. ονος, ὁ τὰ πάντα εἰδώς, τῶν πάντων ἐπιστήμων, Εὐσ. Εὐαγγ. Ἀποδ. 227C.

Greek Monolingual

-ον, ΝΑ
αυτός που γνωρίζει τα πάντα, παντογνώστης
νεοελλ.
κάτοχος πολλών επιστημών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἐπιστήμων.