παλίμπους: Difference between revisions

30
(6_14)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰλίμπους''': ὁ, ἡ, ὁ [[ὀπίσω]] πορευόμενος, ἐπιστρέφων, Ἀνθ. Π. 5. 163, Λυκόφρ. 126· π. [[τύχη]], τἀνάπαλιν, [[ἐναντίον]] συμβεβηκός, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 1, 6.
|lstext='''πᾰλίμπους''': ὁ, ἡ, ὁ [[ὀπίσω]] πορευόμενος, ἐπιστρέφων, Ἀνθ. Π. 5. 163, Λυκόφρ. 126· π. [[τύχη]], τἀνάπαλιν, [[ἐναντίον]] συμβεβηκός, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 1, 6.
}}
{{grml
|mltxt=[[παλίμπους]], -ποδος, ο, η (ΑΜ)<br />αυτός που πορεύεται [[προς]] τα [[πίσω]], αυτός που επιστρέφει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]].
}}
}}