παλίμπους
From LSJ
τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. ποδος, going back, returning, Lyc.126, AP5.162 (Mel.); π. ἡ τύχη περιίσταται J.BJ4.1.6.
German (Pape)
[Seite 449] ποδος, zurückgehend; παλίμπους στεῖχε, Mel. 108 (V, 165); στῆσαι παλίμπουν εἰς πάτραν, Lycophr. 126; τύχη, Ios.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλίμπους -ποδος [πάλιν, πούς] terugkerend.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλίμπους: ποδος adj. возвращающийся: π. στεῖχε Anth. отправляйся в обратный путь.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίμπους: ὁ, ἡ, ὁ ὀπίσω πορευόμενος, ἐπιστρέφων, Ἀνθ. Π. 5. 163, Λυκόφρ. 126· π. τύχη, τἀνάπαλιν, ἐναντίον συμβεβηκός, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 1, 6.
Greek Monolingual
παλίμπους, -ποδος, ο, η (ΑΜ)
αυτός που πορεύεται προς τα πίσω, αυτός που επιστρέφει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πούς.