παπταίνω: Difference between revisions

30
(SL_2)
(30)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[παπταίνω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[gaze]] [[τάφε]] δ' [[αὐτίκα]] παπτάναις ἀρίγνωτον [[πέδιλον]] (Boeckh: παπτήνας codd., def. Forssman, 91) (P. 4.96) met., [[μηκέτι]] πάπταινε [[πόρσιον]] (O. 1.114) αἰσχύνων ἐπιχώρια παπταίνει τὰ [[πόρσω]] (P. 3.22) τὰ μακρὰ δ' εἴ [[τις]] παπταίνει, βραχὺς ἐξικέσθαι χαλκόπεδον [[θεῶν]] ἕδραν 1. 7. 44.
|sltr=[[παπταίνω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[gaze]] [[τάφε]] δ' [[αὐτίκα]] παπτάναις ἀρίγνωτον [[πέδιλον]] (Boeckh: παπτήνας codd., def. Forssman, 91) (P. 4.96) met., [[μηκέτι]] πάπταινε [[πόρσιον]] (O. 1.114) αἰσχύνων ἐπιχώρια παπταίνει τὰ [[πόρσω]] (P. 3.22) τὰ μακρὰ δ' εἴ [[τις]] παπταίνει, βραχὺς ἐξικέσθαι χαλκόπεδον [[θεῶν]] ἕδραν 1. 7. 44.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[στρέφω]] [[ολόγυρα]] τα βλέμματα μου, [[κοιτάζω]] [[γύρω]] μου με οξύ και ερευνητικό [[βλέμμα]] («[[πάντοτε]] παπταίνων, ὥς τ' [[αἰετός]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσέχω]], έχω τον νου μου («σὺ δὲ πάπταινε καὶ φρόντιζε», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αναζητώ]] κάποιον ή [[κάτι]] παρατηρώντας [[γύρω]] μου («παπταίνων ἥρωα Μαχάονα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προσηλώνω]] τα βλέμματα σε [[κάτι]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[παπταίνω]] [[πόρσιον]]» — [[κοιτάζω]] πιο [[μακριά]], [[αποβλέπω]] σε περισσότερα<br /><b>6.</b> [[στρέφω]] το [[βλέμμα]] μου σε κάποιον, [[προσβλέπω]] σε κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] του ρήματος με τα [[πατάσσω]] «[[χτυπώ]]» και [[πέτομαι]] «[[πετώ]]» δεν φαίνεται πιθανή. Το ρ. μαρτυρείται πιθ. ως β' συνθετικό στο μυκην. <i>aikipata</i> = <i>αιγιπατᾱς</i> «[[αιγοβοσκός]]»].
}}
}}