Anonymous

παπταίνω: Difference between revisions

From LSJ
5
(30)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[στρέφω]] [[ολόγυρα]] τα βλέμματα μου, [[κοιτάζω]] [[γύρω]] μου με οξύ και ερευνητικό [[βλέμμα]] («[[πάντοτε]] παπταίνων, ὥς τ' [[αἰετός]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσέχω]], έχω τον νου μου («σὺ δὲ πάπταινε καὶ φρόντιζε», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αναζητώ]] κάποιον ή [[κάτι]] παρατηρώντας [[γύρω]] μου («παπταίνων ἥρωα Μαχάονα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προσηλώνω]] τα βλέμματα σε [[κάτι]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[παπταίνω]] [[πόρσιον]]» — [[κοιτάζω]] πιο [[μακριά]], [[αποβλέπω]] σε περισσότερα<br /><b>6.</b> [[στρέφω]] το [[βλέμμα]] μου σε κάποιον, [[προσβλέπω]] σε κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] του ρήματος με τα [[πατάσσω]] «[[χτυπώ]]» και [[πέτομαι]] «[[πετώ]]» δεν φαίνεται πιθανή. Το ρ. μαρτυρείται πιθ. ως β' συνθετικό στο μυκην. <i>aikipata</i> = <i>αιγιπατᾱς</i> «[[αιγοβοσκός]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[στρέφω]] [[ολόγυρα]] τα βλέμματα μου, [[κοιτάζω]] [[γύρω]] μου με οξύ και ερευνητικό [[βλέμμα]] («[[πάντοτε]] παπταίνων, ὥς τ' [[αἰετός]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσέχω]], έχω τον νου μου («σὺ δὲ πάπταινε καὶ φρόντιζε», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αναζητώ]] κάποιον ή [[κάτι]] παρατηρώντας [[γύρω]] μου («παπταίνων ἥρωα Μαχάονα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προσηλώνω]] τα βλέμματα σε [[κάτι]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[παπταίνω]] [[πόρσιον]]» — [[κοιτάζω]] πιο [[μακριά]], [[αποβλέπω]] σε περισσότερα<br /><b>6.</b> [[στρέφω]] το [[βλέμμα]] μου σε κάποιον, [[προσβλέπω]] σε κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] του ρήματος με τα [[πατάσσω]] «[[χτυπώ]]» και [[πέτομαι]] «[[πετώ]]» δεν φαίνεται πιθανή. Το ρ. μαρτυρείται πιθ. ως β' συνθετικό στο μυκην. <i>aikipata</i> = <i>αιγιπατᾱς</i> «[[αιγοβοσκός]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παπταίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπάπτηνα</i>, Επικ. <i>πάπτηνα</i> ·<br /><b class="num">I.</b> [[βλέπω]] προσεκτικά, [[παρατηρώ]], σε Όμηρ.· [[κυρίως]] με [[σημασία]] φόβου ή προφύλαξης, [[κοιτάζω]] ή [[περιεργάζομαι]] [[τριγύρω]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ., [[κοιτάζω]] [[ολόγυρα]], [[αναζητώ]], [[ψάχνω]], σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.· <i>παπτάναις</i> (μτχ. Δωρ. αορ. αʹ), [[ρίχνω]] τα μάτια μου πάνω σ' ένα [[πράγμα]], σε Πίνδ.· [[αγριοκοιτάζω]], <i>τινά</i>, σε Σοφ.
}}
}}