πάομαι: Difference between revisions

3,393 bytes added ,  29 September 2017
30
(SL_2)
(30)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[πάομαι]] pf. πέπᾶμαι, <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[have]] [[acquired]], [[have]] εἰ [[γάρ]] [[τις]] ἐσλὰ πέπαται μὴ σὺν [[μακρῷ]] πόνῳ πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ (P. 8.73) ὃς ἀμαξοφόρητον οἶκον οὐ πέπαται fr. 105b. 2.
|sltr=[[πάομαι]] pf. πέπᾶμαι, <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[have]] [[acquired]], [[have]] εἰ [[γάρ]] [[τις]] ἐσλὰ πέπαται μὴ σὺν [[μακρῷ]] πόνῳ πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ (P. 8.73) ὃς ἀμαξοφόρητον οἶκον οὐ πέπαται fr. 105b. 2.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />(ποιητ. ρ. αμάρτυρο στον ενεστ.)<br /><b>1.</b> [[λαμβάνω]], [[αποκτώ]] («πασάμενος ἐπίτασσε», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> (συν. στον παρακμ.) [[πέπαμαι]]<br />έχω [[κάτι]] ως [[κτήμα]] μου, [[κατέχω]], κέκτημαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για αμάρτυρο ενεστ. τ., του οποίου απαντούν ο μέλλ. [[πάσομαι]], ο αόρ. <i>ἐ</i>-<i>πασάμην</i> και [[ιδίως]] ο παρακμ. <i>πέπᾱμαι</i> (<b>πρβλ.</b> [[πᾶμα]], [[πάτωρ]], <i>παμ</i>-<i>πησία</i>, <i>ἔμ</i>-<i>πασις</i>). Η [[οικογένεια]] αυτή τών λ., [[ξένη]] στην ιων.-αττ. διάλεκτο, εκφράζει την [[έννοια]] της κτήσης ακίνητης περιουσίας και γενικά σταθερών αγαθών, από όπου και η [[επικράτηση]] του τ. του παρακμ., δηλωτικού διάρκειας, από τους τ. του ενεστ. ή του αορ. Η [[μαρτυρία]] στη Βοιωτική τών τ. <i>ππάματα</i> και <i>Γυνόππαστος</i> μάς οδηγούν σε [[ρίζα]] <i>kw</i><i>ā</i>- με χειλοϋπερωικό φθόγγο (που στη Βοιωτική εμφανίζεται με -<i>ππ</i>-, <b>πρβλ.</b> [[ίππος]]). Άλλοι, επικαλούμενοι την [[αντιστοιχία]] [[ανάμεσα]] στα [[μένος]] και <i>μέμνημαι</i>, υποθέτουν την ύπαρξη ενός προσηγορικού <i>κέFος</i> και το συνδέουν με το αρχ. ινδ. <i>śavas</i>- «[[δύναμη]], [[υπεροχή]]». Επίσης, συνδέουν τον τ. <i>πά</i>-<i>τωρ</i> με το αρχ.ινδ. <i>śv</i><i>ā</i>-<i>tra</i>- «[[επικερδής]], [[δυνατός]]». Κατά την [[ίδια]] [[άποψη]], σε μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>kua</i>- &GT; <i>κῡ</i> της Ίδιας οικογένειας ανάγονται οι λ. [[άκυρος]], [[κύριος]] (<b>πρβλ.</b> και αρχ. ινδ. <i>ś</i><i>ū</i><i>ra</i>- «[[δυνατός]], [[ήρωας]]»). Στην [[ίδια]] [[οικογένεια]] με το [[πέπαμαι]] εντάσσουν μερικοί και το μυκην. συνθ. <i>moroqa</i> με α' συνθετικό <i>morο</i>- ή <i>moiro</i>- «[[μοίρα]], [[τεμάχιο]] γης» και β' συνθετικό -<i>qa</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>kw</i><i>ā</i>) «[[κάτοχος]]». Το θ. -<i>πᾱ</i> του [[πέπαμαι]] μαρτυρείται στα ανθρωπωνύμια: <i>Εὐπάτας</i>, <i>Καλλιπάτας</i> και με -<i>σ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>πάστᾱς</i>): <i>Εὔπαστος</i>, <i>Γονύππαστος</i>, <i>Θιόππαστος</i> και πιθ. στα: <i>Πασίβοιος</i>, <i>Πασίοχος</i>. Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], του ρ. [[πέπαμαι]] τόσο με το επί θ. <i>πᾶς</i> όσο και με το ρ. <i>κέκτημαι</i> δεν φαίνεται πιθανή].
}}
}}